ἐξερευνήσει

ἐξερευνήσει
ἐξερεύνησις
inquiry
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐξερευνήσεϊ , ἐξερεύνησις
inquiry
fem dat sg (epic)
ἐξερεύνησις
inquiry
fem dat sg (attic ionic)
ἐξερευνάω
search out
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
ἐξερευνάω
search out
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
ἐξερευνάω
search out
fut ind act 3rd sg (attic ionic)
ἐξερευνάω
search out
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
ἐξερευνάω
search out
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
ἐξερευνάω
search out
fut ind act 3rd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • ερευνήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί κάποιος να εξερευνήσει, ο άξιος εξερευνήσεως («ερευνήσιμη εδαφική έκταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερευνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Σπ. Παγανέλη] …   Dictionary of Greek

  • σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Αρχίας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Οινοχόος και συγγενής του Οινέα, που σκοτώθηκε σε παιδική ηλικία με –ακούσιο– ράπισμα από τον Ηρακλή για κάποιο σφάλμα που έκανε σε συμπόσιο ή στους γάμους του Ηρακλή με τη Δηιάνειρα. Ο Ηρακλής τον σκότωσε τω δακτύλω παίσας… …   Dictionary of Greek

  • Βανκούβερ, Τζορτζ — (George Vancouver, 1757 1798). Ονομαστός Άγγλος θαλασσοπόρος. Αξιωματικός του βρετανικού ναυτικού, πήρε μέρος στις εξερευνήσεις του Τζέιμς Κουκ, γεγονός στο οποίο και οφείλει κυρίως τη φήμη του. Ο Β. υπηρέτησε για πολλά χρόνια στις Δυτικές Ινδίες …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος ο θαλασσοπόρος — (Henrique Navegabor, Πόρτο 1394 – Σάγκρες 1460). Ινφάντης της Πορτογαλίας. Γιος του βασιλιά Ιωάννη A’, ήταν ο εμψυχωτής των μεγάλων γεωγραφικών εξερευνήσεων που επιχείρησαν οι Πορτογάλοι τον 15o αι. Σε ηλικία 21 ετών είχε λάβει μέρος σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Κάβαλλα — Αρχαία πόλη της Αρμενίας στην περιοχή της Ισπιράτιδας. Ονομαζόταν επίσης Κάμβαλα ή Κάβαλα. Στα Κ. υπήρχαν πολλά χρυσωρυχεία, όπου ο Μέγας Αλέξανδρος είχε στείλει τον Μένωνα με μεγάλη στρατιωτική δύναμη για να τα εξερευνήσει. Οι κάτοικοι όμως της… …   Dictionary of Greek

  • Κλάπερτον, Χιου — (Hugh Clapperton, 1788 – 1827). Άγγλος εξερευνητής. Αρχικά υπηρέτησε στο ναυτικό, στις Αντίλλες και στον Καναδά. Όταν επέστρεψε στην Αγγλία, πήρε μέρος στην εξερευνητική αποστολή του Γουόλτερ Ούντνεϊ στη βόρεια Αφρική. Το 1822 ξεκίνησε από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”